δοκιμαστικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμαστικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που γίνεται ή χρησιμοποιείται για δοκιμή: Θα θέσουμε σε δοκιμαστική λειτουργία το μηχάνημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δοκιμαστικός σωλήνας — Σωλήνας, συνήθως γυάλινος, που είναι κλειστός από το ένα άκρο και χρησιμοποιείται στα χημικά εργαστήρια για πειράματα με μικρές ποσότητες ουσιών … Dictionary of Greek
δοκιμαστικός χάρτης — Λωρίδες από πορώδη χάρτη που έχουν βυθιστεί σε φυτικές χρωστικές ύλες και χρησιμοποιούνται ως δείκτες για την ανίχνευση της οξύτητας ή της αλκαλικότητας μιας χημικής ουσίας. Οι πιο συνηθισμένοι δ.χ. είναι ο ηλιοτροπικός, που έχει βυθιστεί σε… … Dictionary of Greek
δοκιμαστικά — δοκιμαστικός of neut nom/voc/acc pl δοκιμαστικά̱ , δοκιμαστικός of fem nom/voc/acc dual δοκιμαστικά̱ , δοκιμαστικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμαστικόν — δοκιμαστικός of masc acc sg δοκιμαστικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμαστικοῦ — δοκιμαστικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμαστική — δοκιμαστικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμαστικήν — δοκιμαστικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμαστικῶς — δοκιμαστικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)